καλαμογλύφος

καλαμογλύφος
καλαμογλύφος, -ον (Α)
αυτός που γλύφει, δηλ. σκαλίζει το καλάμι και κατασκευάζει γραφίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο-γλύφος, τοκο-γλύφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ПИСЧИЕ МАТЕРИАЛЫ —    • Scribĕre.          Бумагой или материалом, на котором писали, служило обыкновенное тонкое лыко (liber; отдельные слои назывались philyrae, ср. Horat. Od. 1, 38, 2) египетского папируса, который путем ablutio, т. е. выделки и беления, достиг… …   Реальный словарь классических древностей

  • κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …   Dictionary of Greek

  • καλαμογλυφώ — καλαμογλυφῶ, έω (Α) [καλαμογλύφος] κατασκευάζω γραφίδες γλύφοντας, δηλ. σκαλίζοντας, το καλάμι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”